- αρχίζωος
- ἀρχίζωος, -ον (Α)αυτός από τον οποίο αρχίζει ή πηγάζει η ζωή («ἀρχίζωον βάπτισμα», Διον. Αρεοπ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αρχι- — (AM ἀρχι ). [ΕΤΥΜΟΛ. Α συνθετικό λέξεων (κυρίως διοικητικών όρων) της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, καθώς επίσης και ξένων, ελληνογενούς ή μη προελεύσεως, τύπων. Το αρχι , το οποίο λίγο μετά την Ομηρική εποχή άρχισε να αντικαθιστά το… … Dictionary of Greek